- βραδύνει
- βραδύ̱νει , βραδύνωmake slowaor subj act 3rd sg (epic)βραδύ̱νει , βραδύνωmake slowpres ind mp 2nd sgβραδύ̱νει , βραδύνωmake slowpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βραδυνεῖ — βραδύνω make slow fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) βραδύνω make slow fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νωχαλίζει — (Α) [νωχαλής] (κατά τον Ησύχ.) «βραδύνει» … Dictionary of Greek
Περέν, Ζαν-Μπατίστ — (Perrin, Λίλη 1870 – Νέα Υόρκη 1942). Γάλλος φυσικός. Σχεδίασε και πραγματοποίησε βασικές έρευνες πάνω σε φαινόμενα σχετικά με την ασυνέχεια της ύλης. Για σαράντα χρόνια περίπου (1898 1940) υπήρξε καθηγητής στη Σορβόνη· από το 1923 μέλος της… … Dictionary of Greek
ανασχηματισμός — ο ο σχηματισμός ξανά, η μεταρρύθμιση: Ο ανασχηματισμός της κυβέρνησης φαίνεται ότι θα βραδύνει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βραδύνω — υνα 1. μτβ., μειώνω την ταχύτητα: Βράδυνα το αυτοκίνητο γιατί πλησίαζα στον προορισμό μου. 2. αμτβ., αργώ, αργοπορώ: Το λεωφορείο σχεδόν πάντα βραδύνει να φτάσει στη στάση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παρελκύω — παρέλκυσα, παρελκύστηκα, κάνω κάτι να βραδύνει, να αργοπορήσει, επιβραδύνω, τρενάρω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ρύθμιση — η τακτοποίηση, διευθέτηση: Η ρύθμιση των προβλημάτων της ιδιωτικής εκπαίδευσης θα βραδύνει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)